stand pat
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
stand pat (en)
- (ιδιωματισμός, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) μένω αμετακίνητος, αρνούμαι να αλλάξω γνώμη για μια απόφαση που έχω πάρει ή μια γνώμη που έχω
- ↪ He stood pat in his decision.
- Έμεινε αμετακίνητος σε απόφαση του.
- ↪ He stood pat in his decision.