squeamish
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | squeamish |
συγκριτικός | more squeamish |
υπερθετικός | most squeamish |
Επίθετο επεξεργασία
squeamish (en)
- σιχαίνομαι, που αισθάνεται εύκολα αηδία από δυσάρεστα θέαμα ή καταστάσεις, ειδικά όταν συνεπάγεται η θέα του αίματος
- ↪ He was squeamish about changing the baby’s diapers.
- Σιχαινόταν ν' αλλάξει τις πάνες του μωρού.
- ↪ He was squeamish about changing the baby’s diapers.