Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική sprawa sprawy
γενική sprawy spraw
δοτική sprawie sprawom
αιτιατική sprawę sprawy
οργανική sprawą sprawami
τοπική sprawie sprawach
κλητική sprawo sprawy

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsprava/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sprawa (pl) θηλυκό

  1. θέμα, ζήτημα, υπόθεση, πρόβλημα
    to jest twoja sprawa - αυτό είναι δικό σου θέμα (πρόβλημα)