Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

spouse (en)

  • σύζυγος: αναφέρεται και στον άντρα και στη γυναίκα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία