spirit
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
spirit | spirits |
Ουσιαστικό επεξεργασία
spirit (en)
- το πνεύμα
- ↪ She is a free spirit.
- Αυτή είναι ελεύθερο πνεύμα.
- ↪ She is a free spirit.
- το οινόπνευμα
- διπλής ή πολλαπλής απόσταξης αλκοολούχο ποτό, βαρύ ποτό
- ούζο, brandy, whisky, gin, rum κτλ.