speleologio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- speleologio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | speleologio | speleologioj |
αιτιατική | speleologion | speleologiojn |
speleologio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | speleologio | speleologioj |
αιτιατική | speleologion | speleologiojn |
speleologio (eo)