Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

spekti < spekt- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα spekti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας spektas spektanta spektata
αόριστος spektis spektinta spektita
μέλλοντας spektos spektonta spektota
υποθετική spektus - -
προστακτική spektu - -

spekti (eo)