souverainiste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
souverainiste | souverainistes |
souverainiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (Κεμπέκ) οπαδός της ανεξαρτησίας του Κεμπέκ
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
souverainiste | souverainistes |
souverainiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με την ανεξαρτησία του Κεμπέκ