south
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
south (en)
- ο νότος
- (μεταφορικά) η διεύθυνση προς τα κάτω ή προς κάτι το αρνητικό
Επίθετο επεξεργασία
south (en)
Επίρρημα επεξεργασία
south (en)
Δείτε επίσης : South |
south (en)
south (en)
south (en)