Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sous-sol sous-sols

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sous-sol (fr) αρσενικό

  1. το υπόγειο, το κατώι
  2. το υπέδαφος