sourdine
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sourdine < (άμεσο δάνειο) ιταλική sordina < sordo (κουφός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sourdine | sourdines |
sourdine (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
sourdine | sourdines |
sourdine (fr) θηλυκό