soundly
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | soundly |
συγκριτικός | more soundly |
υπερθετικός | most soundly |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
soundly (en)
- εντελώς
- ↪ He is soundly unreliable.
- Είναι εντελώς αναξιόπιστος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ He is soundly unreliable.