soulagement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
soulagement | soulagements |
soulagement (fr) αρσενικό
- η ανακούφιση, το ξελάφρωμα, η λύτρωση, ο λυτρωμός, η ξαλάφρωση
ενικός | πληθυντικός |
soulagement | soulagements |
soulagement (fr) αρσενικό