souille
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
souille | souilles |
Ουσιαστικό επεξεργασία
souille (fr) θηλυκό
- (ναυτικός όρος) βαθύ ίχνος που αφήνει στην άμμο ένα πλοίο που έχει προσαράξει
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη souiller
ενικός | πληθυντικός |
souille | souilles |
souille (fr) θηλυκό