sorte
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sorte (fr) θηλυκό
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
sorte | sortes |
sorte (pt) θηλυκό
- η τύχη
Εκφράσεις επεξεργασία
- dar sorte - φέρνω τύχη
- que sorte! - τι τύχη!