somerloĝejo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | somerloĝejo | somerloĝejoj |
αιτιατική | somerloĝejon | somerloĝejojn |
somerloĝejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | somerloĝejo | somerloĝejoj |
αιτιατική | somerloĝejon | somerloĝejojn |
somerloĝejo (eo)