Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

solicitation < solicit

  Ουσιαστικό επεξεργασία

solicitation (en)

  1. παράκληση
  2. η ενέργεια με την οποία κάποιος προσπαθεί να πείσει κάποιον άλλον να διαπράξει παράνομη πράξη
  3. η πορνεία στο δρόμο, το ψωνιστήρι