solder
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
solder | solders |
solder (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | solder |
γ΄ ενικό ενεστώτα | solders |
αόριστος | soldered |
παθητική μετοχή | soldered |
ενεργητική μετοχή | soldering |
solder (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
solder (fr)