sociologique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sɔ.sjɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sociologique | sociologiques |
sociologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
sociologique | sociologiques |
sociologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό