socio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | socio | socioj |
αιτιατική | socion | sociojn |
socio (eo)
- η κοινωνία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | socio | socioj |
αιτιατική | socion | sociojn |
socio (eo)