socialiser
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sɔ.sja.li.ze/
Ρήμα επεξεργασία
socialiser (fr)
- L'enfant, à la maternelle, va être socialisé. Το παιδί, στο νηπιαγωγείο, θα κοινωνικοποιηθεί.
- Des usines ont été socialisées. Κοινωνικοποιήθηκαν εργοστάσια.