ενεστώτας smush
γ΄ ενικό ενεστώτα smushes
αόριστος smushed
παθητική μετοχή smushed
ενεργητική μετοχή smushing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
smush < συμφυρμός των smash (συντρίβω) + mush (πολτοποιώ)

smush (en)