smoosh (en)

  1. πατικώνω
  2. ζουμπώ
  3. ζουλώ (συνήθως) μέχρι κάτι να σκάσει ή να χαλάσει, μεταφορικά κάνω κάτι χαλκομανία, κάνω πίτα