Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
smarować
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πολωνικά
(pl)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
smarować
(pl)
απλώνω μια λιπαρή ουσία επάνω σε κάτι,
αλείφω
ανάλογα με το υλικό
:
βουτυρώνω
kucharka
smaruje
bułki masłem. - η μαγείρισσα
βουτυρώνει
τα ψωμάκια
λαδώνω
λιπαίνω
μελώνω