smaller
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- smaller < small + -er συγκριτικό
Επίθετο επεξεργασία
smaller (en)
- συγκριτικός βαθμός του small: μικρότερος
Επίρρημα επεξεργασία
smaller (en)
- συγκριτικός βαθμός του small: μικρότερα
smaller (en)
smaller (en)