Δείτε επίσης: Slave

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

slave (en)

  1. σχετικός με έναν σκλάβο
  2. σκλάβος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
slave slaves

slave (en)

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

slave < (κληρονομημένο) μέση γαλλική < μεσαιωνική λατινική sclavus > υστερολατινική Sclavus[1] < μεσαιωνική ελληνική Σκλάβος.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /slav/
 

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
slave slaves

slave (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • σλαβικός
    Elle a le charme slave des Slovaques.
    Έχει τη σλαβική γοητεία των Σλοβάκων.

Παράγωγα επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

slave (fr) αρσενικό

Υπώνυμα επεξεργασία

Les langues slaves

οικογένεια δυτικών γλωσσών

οικογένεια νοτίων γλωσσών

οικογένεια ανατολικών γλωσσών

Αναγραμματισμοί επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • slave στη γαλλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές επεξεργασία

  1. sclavus, Sclavus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

  Πηγές επεξεργασία