skorbuto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- skorbuto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skorbuto | skorbutoj |
αιτιατική | skorbuton | skorbutojn |
skorbuto (eo)
- το σκορβούτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skorbuto | skorbutoj |
αιτιατική | skorbuton | skorbutojn |
skorbuto (eo)