ski
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ski (en)
Ρήμα επεξεργασία
ski (en)
- κάνω σκι
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ski < (άμεσο δάνειο) νορβηγική ski < πρωτογερμανική *skīdą (ραβδί) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skei- (κόβω, χωρίζω)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ski | skis |
ski (fr) αρσενικό
- το σκι
Νορβηγικά (no) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ski < πρωτογερμανική *skīdą (ραβδί) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skei- (κόβω, χωρίζω)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ γαλλικά: ski