Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

skepticism < skeptic + -ism

  Ουσιαστικό επεξεργασία

skepticism (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)

  1. ο σκεπτικισμός, η δυσπιστία, μια στάση αμφιβολίας ότι οι ισχυρισμοί ή οι δηλώσεις είναι αληθινές ή ότι κάτι θα συμβεί
    He treated my suggestion with skepticism.
    Αντιμετώπισε την πρότασή μου με σκεπτικισμό.
    Consumers accepted the new product with skepticism.
    Το αγοραστικό κοινό δέχτηκε με δισπυστία το νέο προϊόν.
  2. (φιλοσοφία) ο σκεπτικισμός

  Πηγές επεξεργασία