skarpo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- skarpo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skarpo | skarpoj |
αιτιατική | skarpon | skarpojn |
skarpo (eo)
- το κασκόλ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skarpo | skarpoj |
αιτιατική | skarpon | skarpojn |
skarpo (eo)