skarabo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skarabo | skaraboj |
αιτιατική | skarabon | skarabojn |
skarabo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skarabo | skaraboj |
αιτιατική | skarabon | skarabojn |
skarabo (eo)