situo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | situo | situoj |
αιτιατική | situon | situojn |
situo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | situo | situoj |
αιτιατική | situon | situojn |
situo (eo)