sinteno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sinteno | sintenoj |
αιτιατική | sintenon | sintenojn |
sinteno (eo)
- συμπεριφορά, στάση απέναντι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sinteno | sintenoj |
αιτιατική | sintenon | sintenojn |
sinteno (eo)