sintakso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sintakso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sintakso | sintaksoj |
αιτιατική | sintakson | sintaksojn |
sintakso (eo)
- (γραμματική) η σύνταξη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sintakso | sintaksoj |
αιτιατική | sintakson | sintaksojn |
sintakso (eo)