sinjorino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.ɲoˈɾi.no/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sinjorino | sinjorinoj |
αιτιατική | sinjorinon | sinjorinojn |
sinjorino (eo)
- η κυρία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sinjorino | sinjorinoj |
αιτιατική | sinjorinon | sinjorinojn |
sinjorino (eo)