simplifiable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- simplifiable < simplifier
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
simplifiable | simplifiables |
simplifiable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να απλοποιηθεί
ενικός | πληθυντικός |
simplifiable | simplifiables |
simplifiable (fr) αρσενικό ή θηλυκό