Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας side with
γ΄ ενικό ενεστώτα sides with
αόριστος sided with
παθητική μετοχή sided with
ενεργητική μετοχή siding with

  Ετυμολογία επεξεργασία

side with < → δείτε τις λέξεις side και with

  Ρήμα επεξεργασία

side with (en)

  • τάσσομαι με, τάσσομαι στο πλευρό του κάποιου, υποστηρίζω ένα άτομο ή μια ομάδα σε ένα επιχείρημα εναντίον κάποιου άλλου
    He sided with our enemies.
    Τάχθηκε με τους εχθρούς μας.
    In case of war, we will side with our allies.
    Σε περίπτωση πολέμου θα ταχθούμε στο πλευρό των συμμάχων μας.

  Πηγές επεξεργασία