shopping cart
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
shopping cart | shopping carts |
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
shopping cart (en)
- (αμερικανικά αγγλικά) το καροτσάκι, για ψώνια
ενικός | πληθυντικός |
shopping cart | shopping carts |
shopping cart (en)