shooting
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
shooting (en)
Ουσιαστικό επεξεργασία
shooting (en)
- πυροβολισμός
- η σκοποβολή ή η βολή με πυροβόλο όπλο ως άθλημα ή ψυχαγωγία (άκλιτο)
- γύρισμα ταινίας, η κινηματογράφηση
- επαγγελματική φωτογράφιση
- βλαστάρι
Επίθετο επεξεργασία
shooting (en)
- ξαφνικός, οξύς (π.χ. πόνος)