shareholder
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
shareholder | shareholders |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʃɛːhəʊldə(ɹ)/
Ουσιαστικό επεξεργασία
shareholder (en)
- (οικονομία) ο/η μέτοχος, που έχει μετοχές
- ↪ distribution of profits to shareholders - κατανομή των κερδών στους μετόχους