Αγγλικά (en) επεξεργασία

Ουσιαστικό επεξεργασία

shack

  • πρόχειρη καλύβα, παράγκα ή καταφύγιο

Ρήμα επεξεργασία

shack

  • συζώ σε σπίτι άλλου ως εραστής ή μένω ως εραστής μαζί με άλλον