sew
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | sew |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sews |
αόριστος | sewed |
παθητική μετοχή | sewn, sewed |
ενεργητική μετοχή | sewing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα επεξεργασία
sew (en)
ενεστώτας | sew |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sews |
αόριστος | sewed |
παθητική μετοχή | sewn, sewed |
ενεργητική μετοχή | sewing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
sew (en)