setback
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
setback | setbacks |
Ουσιαστικό επεξεργασία
setback (en)
- η ατυχία, η αναποδιά, μια δυσκολία ή πρόβλημα που καθυστερεί ή αποτρέπει κάτι ή επιδεινώνει μια κατάσταση
ενικός | πληθυντικός |
setback | setbacks |
setback (en)