Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
session sessions

  Ετυμολογία επεξεργασία

session < παλαιά γαλλική session

  Ουσιαστικό επεξεργασία

session (en)

  1. η συνεδρίαση
  2. (πληροφορική) η συνεδρία[1], σύνοδος[1]

Υπώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • session στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 από αναζήτηση «session» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

session < παλαιά γαλλική session

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
session sessions

session (fr) θηλυκό

  1. η διάρκεια μιας συνεδρίασης, μιας συνόδου, ενός έργου, κλπ