sermo
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sermo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sermo (la)
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sermo | sermōnēs |
γενική | sermōnis | sermōnum |
δοτική | sermōnī | sermōnibus |
αιτιατική | sermōnem | sermōnēs |
κλητική | sermo | sermōnēs |
αφαιρετική | sermōne | sermōnibus |
Πηγές επεξεργασία
- sermo - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.