separation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- separation < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική separacion < λατινική separatio
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sɛpəˈɹeɪʃən/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
separation | separations |
separation (en)
- ο χωρισμός
- ο διαχωρισμός