Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
senĉese
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Εσπεράντο (eo)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Άλλες γραφές
Εσπεράντο
(eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
senĉese
<
sen
{
χωρίς
) +
ĉeso
(
διακοπή
) +
-e
Επίρρημα
επεξεργασία
senĉese
(eo)
αδιάκοπα
,
ασταμάτητα
Άλλες γραφές
επεξεργασία
senchese
στο
H-sistemo
sencxese
στο
X-sistemo