semo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- semo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | semo | semoj |
αιτιατική | semon | semojn |
semo (eo)
- ο σπόρος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | semo | semoj |
αιτιατική | semon | semojn |
semo (eo)