Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sedeo < πρωτοϊταλική *sedēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sed- (κάθομαι / sedeo)

  Ρήμα επεξεργασία

sedeo (la)

Κλίση επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία