secrete
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | secrete |
γ΄ ενικό ενεστώτα | secretes |
αόριστος | secreted |
παθητική μετοχή | secreted |
ενεργητική μετοχή | secreting |
Ρήμα επεξεργασία
secrete (en)
ενεστώτας | secrete |
γ΄ ενικό ενεστώτα | secretes |
αόριστος | secreted |
παθητική μετοχή | secreted |
ενεργητική μετοχή | secreting |
secrete (en)